μουσουλημίτης

μουσουλημίτης
μουσουλημίτης, ὁ (Μ)
μουσουλμάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. ἀμίρ ἀλ-μουσλμίν «εξουσιαστής τών μουσουλημιτών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”